κομψολογος

κομψολογος
    κομψολόγος
    κομψο-λόγος
    2
    метко говорящий, бойкий на слова
    

(ἰατρός Aesop.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "κομψολογος" в других словарях:

  • κομψολόγος — ο (Α κομψολόγος, ον) αυτός που μιλά ή γράφει κομψά, καλλιεπής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κομψός + λόγος (< λόγος), πρβλ. ακριβο λόγος, λεπτο λόγος] …   Dictionary of Greek

  • κομψολόγους — κομψολόγος fine speaking masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που …   Dictionary of Greek

  • κομψολογώ — (Α κομψολογώ, έω) [κομψολόγος] μιλώ κομψά, με γλαφυρότητα, καλλιεπώ, εξωραΐζω τον λόγο …   Dictionary of Greek

  • κομψός — ή, ό (ΑM κομψός, ή, όν) 1. αυτός που έχει καλαίσθητη εμφάνιση, λεπτότητα στο παρουσιαστικό, καλαίσθητος 2. χαριτωμένος, ευχάριστος 3. αυτός που γίνεται με κομψότητα, με χάρη (α. «κομψό ντύσιμο» β. «κομψή συμπεριφορά») αρχ. 1. ευφυής, πνευματώδης… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»